οικουρώ

οικουρώ
(Α οἰκουρῶ, -έω) [οικουρός]
νεοελλ.
παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας
αρχ.
1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι
2. (γενικά) φυλάω κάτι
3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.)
4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι («οἰκουρεῑν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῡ τον γυναικώδη καὶ ἀτολμον προτιθέμενος», Λουκιαν.)
5. απέχω από τον πόλεμο παραμένοντας στην πατρίδα
6. μένω άπρακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οικουρώ — ρ. αμτβ. μόνο στον ενεστ., παραμένω στο σπίτι από αρρώστια ή αδιαθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκουρῶ — οἰκουρέω watch pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκουρέω watch pres ind act 1st sg (attic epic doric) οἰκουρός watching masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρῷ — οἰκουρός watching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοικουρώ — ἐνοικουρῶ, έω (Α) [οικουρώ] (για φρουρά) διαμένω κάτω από στέγη, στεγάζομαι σ έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • εποικουρώ — ἐποικουρῶ, έω (Α) οικουρώ, παραμένω μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικ ουρώ (< οικουρός)] …   Dictionary of Greek

  • οικουρία — η (Α οἰκουρία) [οικουρώ] νεοελλ. παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας αρχ. 1. η φύλαξη και η επιμέλεια τού σπιτιού 2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας… …   Dictionary of Greek

  • οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι …   Dictionary of Greek

  • υποικουρώ — έω, Α 1. (αμτβ.) α) μένω στο σπίτι κρυμμένος β) μτφ. ενυπάρχω χωρίς να φαίνομαι («μῑσος τὸ ὑποικουροῡν», Ιώσ.) 2. (μτβ.) α) ασχολούμαι με κάτι ή μηχανεύομαι κάτι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός β) διαπλέκω μηχανορραφίες γ) ασκώ μυστική επιρροή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”