οικουρώ — ρ. αμτβ. μόνο στον ενεστ., παραμένω στο σπίτι από αρρώστια ή αδιαθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκουρῶ — οἰκουρέω watch pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκουρέω watch pres ind act 1st sg (attic epic doric) οἰκουρός watching masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουρῷ — οἰκουρός watching masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοικουρώ — ἐνοικουρῶ, έω (Α) [οικουρώ] (για φρουρά) διαμένω κάτω από στέγη, στεγάζομαι σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
εποικουρώ — ἐποικουρῶ, έω (Α) οικουρώ, παραμένω μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικ ουρώ (< οικουρός)] … Dictionary of Greek
οικουρία — η (Α οἰκουρία) [οικουρώ] νεοελλ. παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας αρχ. 1. η φύλαξη και η επιμέλεια τού σπιτιού 2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας… … Dictionary of Greek
οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι … Dictionary of Greek
υποικουρώ — έω, Α 1. (αμτβ.) α) μένω στο σπίτι κρυμμένος β) μτφ. ενυπάρχω χωρίς να φαίνομαι («μῑσος τὸ ὑποικουροῡν», Ιώσ.) 2. (μτβ.) α) ασχολούμαι με κάτι ή μηχανεύομαι κάτι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός β) διαπλέκω μηχανορραφίες γ) ασκώ μυστική επιρροή … Dictionary of Greek